- αγουράδα
- και αγγουράδα, η [άγουρος]1. στυφότητα, στυφάδα τού άγουρου καρπού2. τόπος που δεν καλλιεργήθηκε ή δεν είναι δυνατόν να καλλιεργηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άγουρος — η, ο (Μ το αρσ. ἄγουρος ως ουσ.) (για πρόσωπα) αυτός που δεν ωρίμασε, δεν ενηλικιώθηκε ακόμη, νέος άντρας, παληκάρι νεοελλ. 1. αυτός που δεν πήρε ακόμη την τελική του μορφή, που δεν ολοκληρώθηκε 2. αυτός που δεν ωρίμασε διανοητικά, ανώριμος,… … Dictionary of Greek
αγουρίλα — η [άγουρος] γεύση ή οσμή άγουρου καρπού, στυφάδα, αγουράδα … Dictionary of Greek
αγουριά — η [άγουρος] 1. η αγουράδα* 2. η αγουρίδα* … Dictionary of Greek
αγουροσύνη — η [άγουρος] η αγουράδα* … Dictionary of Greek